- τρισμέγας
- ὁ, Α1. (για τον Ερμή) ο τρισμέγιστος2. (για τον Πλάτωνα) ο μεγαλοφυής.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ-/τρι-* + μέγας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρισμέγας — τρισμέγᾱς , τρίσμεγας masc acc pl τρισμέγᾱς , τρίσμεγας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek